- ἐφέτας
- ἐφέτᾱς , ἐφέταιcommandermasc acc plἐφέτᾱς , ἐφέτηςcommandermasc acc plἐφέτᾱς , ἐφέτηςcommandermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφετάς — ἐφετά̱ς , ἐφετός desirable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέτης — ο (ΑΜ ἐφέτης) ανώτερος δικαστής που δικάζει τις εφέσεις νεοελλ. δικαστικός λειτουργός που αποτελεί μέλος τού εφετείου μσν. αρχ. 1. ηγεμόνας, άρχοντας (α. «στυμφελοῑς ἐφέταις», Αισχύλ. β. μτφ. «ἐκκλησίας δομῆτορ... τῶν ἐφετών ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν … Dictionary of Greek